obsédée - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

obsédée - translation to ρωσικά


obsédée      
{f}, { adj } ({ fém } от obsédé)
obsédé      
одержимый [навязчивой идеей]; поглощённый мыслью (о + Я); фанатичный;
un obsédé de la moto - фанатик мотоспорта;
un obsédé sexuel - сексуальный маньяк
obsédé      
1. { adj } ({ fém } - obsédée)
1) одержимый навязчивой идеей; фанатичный; поглощенный мыслью
2) сексуально озабоченный
2. {m} ({f} - obsédée)
1) фанатик, фанатичка
2) obsédé (sexuel) — сексуальный маньяк
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για obsédée
1. La Poste a toujours été obsédée par la couleur jaune.
2. D‘autres encore voient en elle une Occidentale trop gâtée, obsédée par sa petite personne.
3. La Chine se crispe, se referme, obsédée par la maîtrise sans faille de sa fęte.
4. Cela nous indique qu‘une société qui est obsédée par la consommation se trompe.
5. Aujourd‘hui, on vit dans une société obsédée par les faits, le sens, la précision.